- απρόσκοπτος
- η , ο [ος , ον ], απρόσκοφτος, η , ο беспрепятственный, свободный (о движении и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπρόσκοπτος — without offence masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσκοπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκοντάφτει, που δε συναντά προσκόμματα, εμπόδια: Ως τη στιγμή αυτή οι διαπραγματεύσεις γίνονται απρόσκοπτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσκόπτως — ἀπρόσκοπτος without offence adverbial ἀπρόσκοπτος without offence masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσκοπτον — ἀπρόσκοπτος without offence masc/fem acc sg ἀπρόσκοπτος without offence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)